δαμάσκηνο

δαμάσκηνο
το (Α δαμασκηνόν, Μ δαμάσκηνον)
ο καρπός τής δαμασκηνιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. δαμάσκηνον, απ' όπου και ο νεώτερος τ., προέρχεται από αρχαίο τ. δαμασκηνόν, ουδ. τού επιθέτου δαμασκηνός < Δαμασκός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. στακτή-στάχτη, ξερή-ξέρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δαμάσκηνο — το ο καρπός της δαμασκηνιάς: Μετά το φαγητό μάς κέρασε γλυκό δαμάσκηνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 …   Dictionary of Greek

  • μπουρνέλα — η ο καρπός τής μπουρνελιάς, το δαμάσκηνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. prunella < λατ. prunus < ελλ. προῦμνον «δαμάσκηνο»] …   Dictionary of Greek

  • μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ζακύνθου — Το Μουσείο Ζακύνθου (πλατεία Σολωμού) θεωρείται από πολλούς ιστορικούς της τέχνης ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας, για ένα βασικό κυρίως λόγο: Μέσα από τα περίπου 600 εκθέματά του μπορεί κανείς να παρακολουθήσει πιο καθαρά απ’ ό,τι σε… …   Dictionary of Greek

  • Дорофей (архиепископ Афинский) — В Википедии есть статьи о других людях с именем Дорофей. Архиепископ Дорофей Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος Архиепископ Афинский и всея Эллады 1 апреля …   Википедия

  • Спиридон (архиепископ Афинский) — Архиепископ Спиридон Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων …   Википедия

  • Феоклит II (архиепископ Афинский) — Архиепископ Феоклит II Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Β΄ Архиепископ Афинский и всея Эллады 1958   8 января 1962 …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”